- συνεξομοιοῦν
- συνεξομοιόωassimilatepres part act masc voc sgσυνεξομοιόωassimilatepres part act neut nom/voc/acc sgσυνεξομοιόωassimilatepres inf act (epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνεξομοιώ — όω ΜΑ [ἐξομοιῶ] καθιστώ κάτι εντελώς όμοιο με κάτι άλλο, εξομοιώνω («[τῷ περιέχοντι] συνεξομοιοῡσθαι πεφύκαμεν πάντες ἄνθρωποι» όλοι οι άνθρωποι γινόμαστε όμοιοι με το κλίμα, δηλ. συμμορφωνόμαστε ανάλογα με το κλίμα, Πολ.) αρχ. προσαρμόζω,… … Dictionary of Greek